Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Βασικές Πληροφορίες:

Η Ποντιακή λύρα (ή Κεμεντζές στα ποντιακά) είναι το κατ΄ εξοχήν μουσικό λαϊκό όργανο των Ελλήνων του Πόντου που ανήκει στην κατηγορία των εγχόρδων τοξοτών μουσικών οργάνων, δηλαδή που χειρίζονται με τόξο (κοινώς δοξάρι, ενώ στα ποντιακά: τοξάρ). Το μήκος του κυμαίνεται από 55 μέχρι 60 εκατοστά.





Κούρδισμα:

Η Ποντιακή Λύρα είναι ένα τρίχορδο όργανο το οποίο κουρδίζεται κατά τετάρτες (Σι|Μι|Λα) και συνήθως δεν χρησιμοποιείτε κάποιο κουρδιστήρι αλλά κουρδίζεται με το Αυτί.


Τόπος Καταγωγής:
Η λύρα προέρχεται από τον Εύξεινο Πόντο και έγινε γνωστή ως όργανο το 1922-1923 κατά την σφαγή των Ποντίων που σημάδεψε την Ιστορία μας.

Εξωτερική Περιγραφή:

Κύριο σώμα

  1. Το κυρίως σώμα του οργάνου, ονομάζεται "σκάφος", έίναι φιαλόσχημο και συγκροτείται από:
  2. Το καπάκι ή καπάκ που είναι η άνω επιφάνεια του σκάφους.
  3. Ο βραχίονας, ή λαιμός, ή γούλα, ή μπράτσο.που είναι το πάνω μέρος του οργάνου που βαστάει ο λυράρης με το αριστερό χέρι.
  4. Η γλώσσα, ή ταστιέρα, ή σπαλέρ (άλλοι ονομάζουν σπαρέλ, εκ του ιταλικού "σπαλιέρα" (= περίφραγμα), που ονομάζεται έτσι το ειρεισίνωτο
  5. Το κεφάλι, ή κιφάλ , ή κεφαλή, το ανώτερο τμήμα του οργάνου
  6. Η ράχη (ή ράshια), ή πλάτη, το πίσω μέρος του οργάνου.
  7. Η ψυχή, ή στυλάρ, ή στουλάρ, πρόκειται για ένα ευλίγιστο σχετικά ξύλο που είναι σφηνωμένο στο εσωτερικό του οργάνου μεταξύ ηχείου (καπακιού) και της πλάτης (ράχης).
  8. Τα μάγουλα, ή μάγλα λέγονται οι πλευρές (δεξιά και αριστερά) του οργάνου (σκάφους)
  9. Τα ρωθώνια, ή ρουθούνια: λέγονται αυτά που σχηματίζουν μικρά τόξα και στις άκρες τους φέρουν τρύπες όπως οι προηγούμενες.

Εξαρτήματα

  1. Τα ωτία, ή αυτιά, ή κλειδιά: τρία ξύλινα εξαρτήματα σχήματος Τ στα οποία που σφηνώνονται σε τρύπες της τριγωνικής κεφαλής όπου τυλίγονται οι άνω άκρες των χορδών. Σήμερα χρησιμοποιούνται μηχανικά ωτία με γρανάζια.
  2. Το παλικάρι, ή παλικάρ, ή χορδοκράτης: είναι ξύλινο εξάρτημα σχήματος μακρόστενου Δ, που βρίσκεται στο κάτω μέρος, πάνω στο οποίο στερεώνονται οι κάτω άκρες των χορδών.
  3. Ο καβαλάρης, ή γάιδαρον, ή γαϊδούρι, ή γέφυρα, εξάρτημα που φέρει τρεις χαράξεις - εγκοπές από τις οποίες φέρονται οι τρεις χορδές για να μη μετακινούνται δεξιά - αριστερά.
  4. Οι χορδές, (τρεις), που στερεώνονται στο παληκάρ και, όπου μέσα από τις τρεις οπές του που βρίσκονται στο πάνω μέρος του, φέρονται πάνω από τις εγκοπές του καβαλάρη και καταλήγουν στα ωτία, απ΄ όπου γίνεται η διαδικασία του χορδίσματος (και όχι κουρδίσματος που λανθασμένα έχει επικρατήσει). Από το σημείο του καβαλάρη οι χορδές στην οριζόντια όψη τους ισαπέχουν μεταξύ τους μέχρι το λαιμό όπου αρχίζουν ελαφρά να συγκλίνουν πάνω από το κέντρο της γλώσσας καταλήγοντας στα ωτία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου